Monday, October 10, 2011

Βασίλης Βασιλικός | Οι γάτες της Rue d΄Ηauteville


"Αυτήν τη βδομάδα έχω δουλειές. Το αμπαλάρισμα είναι το Σάββατο. Μια αγωνία µε κατέχει αόριστη. Ο Βαλέριο (ο γάτος) στενάζει, όπως στέναζε και πριν από την επέμβαση. Είναι ένα παράπονο μοναχικού άντρα. Όπως το λέει κι ο Ελύτης στον «Αγράμματο και την Ωραία», σκόρπισε σπέρμα κι έσπειρε άστρα. Κάπως έτσι κι ο Βαλέριο, κοιτώντας τα άστρα, αναπολεί το σπέρμα του. Όχι, πρέπει να συνεχίσω την καταβύθιση. Νομίζω πως βρήκα μιαν άκρη, με τις στενωπούς που οδηγούν στη θάλασσα. Κάπου εκεί θα πρέπει να κρύβεται και το μυστικό μου. Στη θάλασσα τη βαθιά, την απέραντη, στη θάλασσα την πλατιά, τη μεγάλη."

Amy Winehouse & Cat

Photographer unknown

Patti Smith & Cat

Photographer unknown

Marianne Faithful & Cat

Photographer unknown

Sunday, October 9, 2011

Ανδρέας Εμπειρίκος | Ενόρασις των πρωινών ωρών


Στις πρασιές του ιπποφορβίου τρέχουν
Κόκκινοι κέλητες και άσπροι πώλοι
θεραπαινίδες κτενίζουν τις Μακριές χαίτες
Γέλια αντηχούν πίσω από τα δέντρα
Ψίθυροι συστέλλονται κ α ι διαστέλλονται
Όρθιος ένας ιππεύς αγάλλεται στα χάδια που βαθμηδόν
συγκλίνουν
Προς την φλύαρη μήτρα των ιωβηΛΑΙΩΝ
Απεριφράστως ο Ιωβ εγκαταλείπει την παλαιά του θέσι
Κολυμπά μεσα στα νερά δεξαμενής γεμάτης
Και βλέπει με κατάπληξι πως κολυμπά με άνεσι
Πλησιάζει μια νεάνιδα με στήθη σΦύΖοντα
50 χρόνια τόθελε μα δεν τολμούσε
50 χρόνια έβλεπε στον ύπνο του τα άλογα των σΕΡΑΦΕΙΜ
Τρέχαν σε κάμπον χλοερόν όπου Κ ε λ ά ρ υ ζ ε ένα ρυάκι
Μπροστά στον κτίστη του ουρανού με τα μεγάλα μάτια
Ο Κτίστης στερεώνει δυο καπόνια στο δώμα ενός μεγάλου κτίσματος
Εν συνεχεία αντλεί με το ένα χέρι δροσερό νερό και με το
άλλο του χέρι αίμα
Οχι των αφαιμάξεων μα αίμα προσφοράς στους ζώντας
Αίμα χαρμόσυνον όχι παρμένο μα δοσμένο
Κάτω στον δρόμο μια βάρκα περιμένει να την υΨώση ο κτίστης
ως το δώμα
Ήρθε ο καιρός της απολυτρώσεως των κοριτσιών και των εφήβων
Ο κτίστης γ υ ρ ί ζ ε ι τα βαρούλκα
Ανέρχονται όλοι με την βάρκα
Στα δώματα ανθούνε μυγδαλιές
Η βάρκα προσεγγίζει
Οι βαρκάρηδες είναι οι πατέρες των παιδιών που ανέρχονται
Κάτω από μιαν κερασιά ένας τυφλός ποιητής υμνεί τον Ίμερο
Για πρώτη φορά σε αυτόν τον τόπο τον ονομάζουν Έρωτα
Ενα σουραύλι αντηχεί κοντά του
κανείς δεν βλέπει ποιός το παίζει
Άνεμος είναι μέσα στα σύννεφα και τα σκορπίζει
Φυσάει και σπρώχνει τα πανιά της βάρκας που ανέρχεται
Οι μακαράδες τρίζουν
Αναφωνούν στη βάρκα τα κορίτσια και ηδονίζονταΙ
Το δώμα υψώνεται 5 – 6 μέτρα
Ώστε να ΔΙΑΡΚΕΣΗ πιο πολύ Ο γλυκασμός
Η αγαλλίασις των νεαρών πλασμάτων που Εξογκώνεται
Η βάρκα ανέρχεται ο λ ο ν έ ν
Σαν ένα ξεχείλισμα τώρα στο δώμα φτάνει
Ενώ στην πλώρη της με μανιώδη επιμονήν
Πλένει το πρόσωπό της μια γάτα.

Svartur Köttur

 © Hrafn Gunnarsson

Saturday, October 8, 2011

Μίλτος Σαχτούρης | Ο περίπατος


Βάδιζα κατά μήκος της ακτής
μια βαριά συννεφιά σκέπαζε τον ουρανό
τα κύματα γκρίζα κι ανατριχιαστικά
κύματα γκρίζα σκάζαν στην παραλία
μια δύναμη μ᾿ έσπρωχνε να κάνω στροφή
ν᾿ αρχίσω να περπατάω πάνω στα κύματα
μαύρες γάτες περπατούσαν πάνω στα γκρίζα
κύματα
και η ψυχή μου ήταν νεκρή.

Όμως ξαφνικά ένας ήλιος έσκισε τα
σύννεφα.
η θάλασσα έγινε πάλι γαλάζια
ζωντάνεψε πάλι η ψυχή μου

κι εξακολούθησα τον περίπατό μου.