«Πόσες φορές δεν άκουγα τη μικρή Χιονία να τσιρίζη σπαραχτικά, επειδή ένας απρόσεχτος της πάτησε το πόδι ή την ουρά! Μια μέρα ο μικρός υπηρέτης την πάτησε (το κτήνος!) και στη ράχη, που λίγο έλειψε να τη λειώση. Ευτυχώς δεν της έσκασε κανένα κόκκαλο κι’ ύστερα από αδιαθεσία λίγων ημερών, η γατίτσα ξανάρχισε τα παιχνίδια της σαν πρώτα. Σοβαρώτερο ήταν ένα εν’ άλλο πάθημα. Η κόρη μου η Κάκια ζωγράφιζε τότε, και, κατά την συνήθεια των ζωγράφων, σκούπιζε τις μπογιές της με ψύχες ψωμί. Η Χιονία τρύπωσε κάποτε στο ατελιέ, βρήκε αυτές τις λερωμένες ψύχες, τής μύρισε το λάδι, τις βρήκε του γούστου της και... τις μοσχόφαγε. Σε λίγο φάνηκαν όλα τα συμπτώματα της δηλητηριάσεως. Το σπίτι αναστατώθηκε, κράχθηκε ο γιατρός, άρχισαν τα αντίδοτα. Δυο μέρες χαροπάλεψε η δύστυχη, κι εκείνο που με πίκρανε ακόμα περισσότερο, ήταν που δεν με ήθελε κοντά της να της γλυκαίνω τους πόνους.»