Κόκκινοι κέλητες και άσπροι πώλοι
θεραπαινίδες κτενίζουν τις Μακριές χαίτες
Γέλια αντηχούν πίσω από τα δέντρα
Ψίθυροι συστέλλονται κ α ι διαστέλλονται
Όρθιος ένας ιππεύς αγάλλεται στα χάδια που βαθμηδόν
συγκλίνουν
Προς την φλύαρη μήτρα των ιωβηΛΑΙΩΝ
Απεριφράστως ο Ιωβ εγκαταλείπει την παλαιά του θέσι
Κολυμπά μεσα στα νερά δεξαμενής γεμάτης
Και βλέπει με κατάπληξι πως κολυμπά με άνεσι
Πλησιάζει μια νεάνιδα με στήθη σΦύΖοντα
50 χρόνια τόθελε μα δεν τολμούσε
50 χρόνια έβλεπε στον ύπνο του τα άλογα των σΕΡΑΦΕΙΜ
Τρέχαν σε κάμπον χλοερόν όπου Κ ε λ ά ρ υ ζ ε ένα ρυάκι
Μπροστά στον κτίστη του ουρανού με τα μεγάλα μάτια
Ο Κτίστης στερεώνει δυο καπόνια στο δώμα ενός μεγάλου κτίσματος
Εν συνεχεία αντλεί με το ένα χέρι δροσερό νερό και με το
άλλο του χέρι αίμα
Οχι των αφαιμάξεων μα αίμα προσφοράς στους ζώντας
Αίμα χαρμόσυνον όχι παρμένο μα δοσμένο
Κάτω στον δρόμο μια βάρκα περιμένει να την υΨώση ο κτίστης
ως το δώμα
Ήρθε ο καιρός της απολυτρώσεως των κοριτσιών και των εφήβων
Ο κτίστης γ υ ρ ί ζ ε ι τα βαρούλκα
Ανέρχονται όλοι με την βάρκα
Στα δώματα ανθούνε μυγδαλιές
Η βάρκα προσεγγίζει
Οι βαρκάρηδες είναι οι πατέρες των παιδιών που ανέρχονται
Κάτω από μιαν κερασιά ένας τυφλός ποιητής υμνεί τον Ίμερο
Για πρώτη φορά σε αυτόν τον τόπο τον ονομάζουν Έρωτα
Ενα σουραύλι αντηχεί κοντά του
κανείς δεν βλέπει ποιός το παίζει
Άνεμος είναι μέσα στα σύννεφα και τα σκορπίζει
Φυσάει και σπρώχνει τα πανιά της βάρκας που ανέρχεται
Οι μακαράδες τρίζουν
Αναφωνούν στη βάρκα τα κορίτσια και ηδονίζονταΙ
Το δώμα υψώνεται 5 – 6 μέτρα
Ώστε να ΔΙΑΡΚΕΣΗ πιο πολύ Ο γλυκασμός
Η αγαλλίασις των νεαρών πλασμάτων που Εξογκώνεται
Η βάρκα ανέρχεται ο λ ο ν έ ν
Σαν ένα ξεχείλισμα τώρα στο δώμα φτάνει
Ενώ στην πλώρη της με μανιώδη επιμονήν
Πλένει το πρόσωπό της μια γάτα.